περιπήγνυμι

περιπήγνυμι
ΜΑ, περιπηγνύω Α
στερεώνω, καρφώνω ολόγυρα
αρχ.
1. σχηματίζω φραγμό ολόγυρα, περιφράζω
2. ενεργώ ώστε να στερεωθεί ή να συναρμοστεί κάτι γύρω από κάτι άλλο («τὴν τέφραν προσπλάττουσι τῷ βωμῷ καὶ περιπηγνύουσι... παραχέοντες ὕδωρ», Πλούτ.)
3. περιβάλλω, ενδύω («περιπήγνυσι τῷ σώματι χιτῶνα», Πλούτ.)
4. ιδρύω
5. (ο παθ. παρακμ.) περιπέπηγα
παγώνω πάνω σε κάτι («εἰσεδύοντο εἰς τοὺς πόδας οἱ ἱμάντες καὶ τὰ ὑποδήματα περιεπήγνυντο», Ξεν.)
6. φρ. «περιπήγνυμαι αὐχένα» — περισφίγγομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + πήγνυμι «στερεώνω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • περιπεπηγότα — περιπήγνυμι fix round perf part act neut nom/voc/acc pl περιπήγνυμι fix round perf part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιπηγνυμένων — περιπήγνυμι fix round pres part mp fem gen pl περιπήγνυμι fix round pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιπηγνύμενον — περιπήγνυμι fix round pres part mp masc acc sg περιπήγνυμι fix round pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιπηγνύουσιν — περιπήγνυμι fix round pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) περιπήγνυμι fix round pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιπέπηγε — περιπήγνυμι fix round perf imperat act 2nd sg περιπήγνυμι fix round perf ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιπέπηγεν — περιπήγνυμι fix round perf ind act 3rd sg περιπήγνυμι fix round plup ind act 3rd pl (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιπήγνυον — περιπήγνυμι fix round imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) περιπήγνυμι fix round imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιπεπηγυῖαι — περιπήγνυμι fix round perf part act fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιπεπηγυῖαν — περιπήγνυμι fix round perf part act fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιπεπηγός — περιπήγνυμι fix round perf part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”